Η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση κατά την οποία ιστός, παρόμοιος με αυτόν του ενδομητρίου που επενδύει το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας, αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Στην περίπτωση της ενδομητρίωσης, ο ιστός αυτός τείνει να αναπτύσσεται στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες, στο εξωτερικό της μήτρας και στα κοιλιακά όργανα.
Η ενδομητρίωση αποτελεί ένα αρκετά σύνηθες πρόβλημα υγείας σε γυναίκες όλων των ηλικιών σε ποσοστό περίπου 10%. Δύναται να προκαλέσει πολύ επώδυνες περιόδους, έντονη αιμορραγία και υπογονιμότητα. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει διαθέσιμη φαρμακευτική θεραπεία για την ενδομητρίωση. Παρόλα αυτά, η αγωγή μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Ποιοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ενδομητρίωσης;
Η ενδομητρίωση διαγιγνώσκεται συχνότερα μεταξύ των ηλικιών 30 και 50 ετών. Οι πιθανότητες να έχει ένα άτομο ενδομητρίωση είναι υψηλότερες στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Ποια είναι τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης;
Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα της ενδομητρίωσης είναι η δυσμηνόρροια, ο πόνος δηλαδή πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου.
Οι κράμπες επηρεάζουν πολλές γυναίκες. Ωστόσο, ο πόνος αυτός μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονος αν η γυναίκα πάσχει από ενδομητρίωση.
Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει επίσης χρόνιος πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στην πλάτη. Ο πόνος που προκαλείται από την ενδομητρίωση μπορεί να κυμαίνεται από ήπιο έως και πολύ έντονο.
Επιπλέον, λόγω της ενδομητρίωσης ενδέχεται να προκύψουν και ενοχλήσεις κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.
Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν βαριές περιόδους και υπογονιμότητα. Μερικές φορές η ενδομητρίωση καθιστά επώδυνη την ούρηση ή την αφόδευση.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως, σε ορισμένες περιπτώσεις ενδομητρίωσης δεν παρουσιάζονται καθόλου συμπτώματα.
Πώς επηρεάζει η ενδομητρίωση τη γονιμότητα;
Οι γυναίκες με ενδομητρίωση αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας. Ωστόσο, οι γυναίκες με σοβαρότερες μορφές της πάθησης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο υπογονιμότητας.
Η ενδομητρίωση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη γονιμότητα με πολλούς τρόπους. Αρχικά, η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει παραμορφώσεις στην ανατομία της πυέλου. Έτσι, καθίσταται δυσκολότερη η απελευθέρωση του ωαρίου, επηρεάζεται η κίνηση του ωαρίου ή του σπέρματος και καθίσταται δύσκολη η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα.
Επιπλέον, η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των ωοθηκών και να μειώσει την ποιότητα και την ποσότητα των ωαρίων που παράγονται. Μπορεί επίσης να προκαλέσει τη δημιουργία κύστεων στις ωοθήκες, γεγονός που μπορεί να μειώσει περαιτέρω τη γονιμότητα.
Λόγω της ενδομητρίωσης, είναι πιθανό να προκληθεί φλεγμονή στην περιοχή της πυέλου. Η φλεγμονή αυτή μπορεί να βλάψει τα ωάρια, το σπέρμα και τα αναπαραγωγικά όργανα.
Ορισμένες ορμονικές ανισορροπίες στο σώμα ενδέχεται να επηρεαστούν από την ενδομητρίωση. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να διαταραχτεί ο εμμηνορροϊκός κύκλος και να μειωθεί η γονιμότητα.
Υπάρχει θεραπεία για την ενδομητρίωση;
Η θεραπεία για την αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και χειρουργική επέμβαση ή συνδυασμό των δύο. Στην περίπτωση της ήπιας εμφάνισης συμπτωμάτων, τα παυσίπονα πιθανώς να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Εάν δεν υπάρχει επιθυμία για εγκυμοσύνη την παρούσα στιγμή, τα ορμονικά αντισυλληπτικά μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του πόνου και της αιμορραγίας.
Η χειρουργική επέμβαση για την ενδομητρίωση είναι η επιλογή για γυναίκες με έντονα συμπτώματα ή που προσπαθούν να μείνουν έγκυες. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, αφαιρείται ο επιπλέον ιστός που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της κοιλιάς. Έτσι, μειώνεται ο πόνος και διευκολύνεται η εγκυμοσύνη. Ωστόσο, είναι πιθανό ο ιστός να αναπτυχθεί ξανά μετά την επέμβαση, οπότε μπορεί να χρειαστεί επιπλέον φαρμακευτική αγωγή.
Η υστερεκτομή -αφαίρεση της μήτρας και μερικές φορές των ωοθηκών- αποτελεί επίσης επιλογή όμως η εγκυμοσύνη θα είναι αδύνατη μετά από αυτή την επέμβαση.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ενδομητρίωση, επικοινωνήστε με τον έμπειρο Μαιευτήρα – Γυναικολόγο Δρ. Χάρη Χηνιάδη. Η κατάλληλη θεραπεία για το εκάστοτε περιστατικό αποφασίζεται έπειτα από ενδελεχή κλινική εξέταση και διερεύνηση των συμπτωμάτων της ασθενούς.